-
1 υπογραμμίζω
μετ.1) проводить черту (под словом, фра- зой), подчёркивать; 2) подчеркнуть, особо выделить -
2 υπογραμμίζω
[ипограммизо] р. подчеркивать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπογραμμίζω
-
3 υπογραμμίζω
[ипограммизо] ρ подчеркивать. -
4 υπογραμμίζω
subratllar -
5 υπογραμμίζω
altını çizmek -
6 υπογραμμίζω
underlineΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπογραμμίζω
-
7 underline
υπογραμμίζω -
8 акцент
акцент м (произношение) η προφορά◇ делать \акцент на... υπογραμμίζω, τονίζω* * *м( произношение) η προφορά••де́лать акце́нт на... — υπογραμμίζω, τονίζω
-
9 подчёркивать
подчёркивать, подчеркнуть υπογραμμίζω (тж. перен.)' τονίζω (тк. перен.)* * *= подчеркнутьυπογραμμίζω (тж. перен.); τονίζω (тк. перен.) -
10 отмечать
отмечатьнесов1. (делать знак, пометку на чем-л.) σημειώνω, σημειώ, μαρκάρω:\отмечать в записной книжке σημειώνω στό σημειωματάριο·2. (обращать внимание) ὑπογραμμίζω, τονίζω:\отмечать чьй-либо достижения ὑπογραμμίζω τίς ἐπιτυχίες κάποιου·3. (исключать из списка проживающих) διαγράφω. -
11 подчеркивать
подчеркиватьнесов, подчеркнуть сов1. ὑπογραμμίζω·2. перен τονίζω, ὑπογραμμίζω. -
12 underline
1) (to draw a line under: He wrote down the title of his essay and underlined it.) υπογραμμίζω2) (to emphasize or stress: In his speech he underlined several points.) υπογραμμίζω, τονίζω -
13 выделить
ρ.σ.μ.1. ξεχωρίζω•выделить слабых учеников ξεχωρίζω τους αδύνατους μαθητές.
|| διακρίνω, κάνω να φαίνεται, να ξεχωρίζει• υπογραμμίζω, τονίζω, σημειώνω•выделить цитату особым шрифтом υπογραμμίζω περικοπή με ιδιαίτερα γράμματα.
2. παραχωρώ•выделить часть имущества παραχωρώ μέρος της περιουσίας.
3. εκκρίνω, βγάζω•выделить пот βγάζω ιδρώτα.
|| παράγω•выделить углекислый газ βγάζω μονοξείδιο του άνθρακα.
4. (στρατ.) αποσπώ•выделить отряд αποσπώ τμήμα, βγάζω απόσπασμα.
1. χωρίζω•женатые сыновья -лись из отчовской семьи τα παντρεμένα παιδιά χώρισαν από τον πατέρα (ή τους γονείς).
|| διακρίνομαι, ξεχωρίζω•его голос -лся громче всех η φωνή του ξεχώρησε βροντερότερη απ’ όλες.
2. εκκρίνομαι, βγαίνω•-лаоь слюна βγήκε σάλιο.
|| παράγομαι. -
14 подчеркнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подчркнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. υπογραμμίζω•подчеркнуть красным карандашом υπογραμμίζω με κόκκινο μολύβι.
2. μτφ. τονίζω ιδιαίτερα. || χρωματίζω, προσδίδω έκφραση, χρώμα. -
15 выделять
1. (извлекать, отделять) εξάγω (μέσω διαλογής), διαλέγω, ξεχωρίζω, εκλέγω 2. (испускать свет, тепло и т.п.) εκλύω, εκπέμπτω 3. (предоставлять для использования) παραχωρώ, δίδω 4. хим. βγάζω, εξάγω 5. (что-л. на металле и т.п.) εκκρίνω, βγάζω, παράγω 6. (в тексте) υπογραμμίζω, τονίζω 7. физиол. εκκρίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделять
-
16 подчеркнуть
(на письме) υπογραμμίζω, (в устной речи) τονίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подчеркнуть
-
17 акцент
акцентм ἡ προφορά:говорить с \акцентом μιλώ μέ ξένη προφορά; ◊ де́лать \акцент на чем-л. τονίζω κάτι, ὑπογραμμίζω. -
18 выделять
выделятьнесов1. (отбирать) διαλέγω, ξεχωρίζω, ἐκλέγω·2. (отличать) διακρίνω, ξεχωρίζω/ ὑπογραμμίζω, σημειώνω (подчеркивать)·3. (имущество и т. п.) παραχωρώ, (ξε)χωρίζω·4. фи-виол. ἐκκρίνω·5. хим. βγάζω, ἐξάγω. -
19 оттенять
оттенятьнесов1. жив. (φωτο)σκιάζω·2. перен τονίζω, ὑπογραμμίζω (подчеркивать)/ χρωματίζω (в музыкальном произведении). -
20 очерчивать
очерчиватьнесов1. διαγράφω,1 ὑπογραμμίζω·2. (описывать в общих чертах) σχεδιάζω, σχεδιογραφώ, σκιαγραφώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υπογραμμίζω — υπογραμμίζω, υπογράμμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπογραμμίζω — Ν 1. σύρω υπογραμμή κάτω από λέξη ή φράση 2. τονίζω ιδιαίτερα κάτι, αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε κάτι («υπογράμμισε τα σημεία λογοκλοπής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + γράμμα + ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
υπογραμμίζω — υπογράμμισα, υπογραμμίστηκα, υπογραμμισμένος 1. τραβώ γραμμή κάτω από λέξεις ή φράσεις γραμμένες ή τυπωμένες: Να διαβάσεις τα υπογραμμισμένα του βιβλίου. 2. μτφ., τονίζω κάτι ιδιαίτερα, εξαίρω: Υπογραμμίστηκε η ανάγκη για την ψήφιση αυτού του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μολυβώνω — (Μ μολυβώνω) [μολύβι] μολυβδώνω, καλύπτω εσωτερικά ή εξωτερικά με μολύβι, σφραγίζω ή επενδύω με μόλυβδο νεοελλ. 1. λερώνω με μολύβι, σύρω ασκόπως γραμμές με μολύβι σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια 2. χαράσσω γραμμές σε χαρτί ή γράφω κάτι με μολύβι,… … Dictionary of Greek
παραδηλώ — (I) έω, Μ παραβλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δηλῶ / δηλοῦμαι «πληγώνω, καταστρέφω»]. (II) όω, ΜΑ μσν. προαναγγέλλω, προλέγω αρχ. 1. δεικνύω, αποδεικνύω, καταδεικνύω, αποκαλύπτω, φανερώνω: i) με άμεσο τρόπο ii) με ψευδή προσχήματα, ψευδείς… … Dictionary of Greek
προπιαίνω — Μ 1. παχαίνω κάποιον προηγουμένως 2. μτφ. υπογραμμίζω, τονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πιαίνω «παχαίνω κάποιον ή κάτι»] … Dictionary of Greek
σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… … Dictionary of Greek
τονίζω — ΝΜΑ [τόνος] βάζω τόνο σε μια συλλαβή νεοελλ. 1. μουσ. μελοποιώ 2. μτφ. α) εκφέρω κάτι έντονα («τόνισε τα τελευταία του λόγια») β) υποδεικνύω κάτι με έμφαση, εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι, υπογραμμίζω («τού τόνισα να είναι προσεκτικός») … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υπογράμμιση — η, Ν [υπογραμμίζω] 1. το να υπογραμμίζει κανείς λέξη ή φράση 2. το να τονίζει κανείς με έμφαση ένα σημείο ή ένα γεγονός … Dictionary of Greek
υπογραμμισμός — ο, Ν η υπογράμμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπογραμμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek